λαβυρίνθουλα

λαβυρίνθουλα
η
ζωολ. γένος πρωτοζώων με ασαφή συστηματική ταξινόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. labyrinthula < νεολατ. labyrinthula < λατ. labyrinthus < λαβύρινθος) + υποκορ. κατάλ. -ula].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαγηνογόνο — το, Ν βιολ. πολύπλοκη χαρακτηριστική και μοναδική δομή που βρίσκεται κάτω από την πλασματική μεμβράνη κάθε κυττάρου μιας αποικίας πρωτοζώων τού γένους λαβυρίνθουλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”